ενδοσκοπώ

ενδοσκοπώ
1. παρατηρώ, εξετάζω τον εσωτερικό κόσμο κάποιου, προσπαθώ να διεισδύσω στις σκέψεις ή στα συναισθήματα του
2. ιατρ. εξετάζω με τη βοήθεια ειδικών οργάνων, τών ενδοσκοπίων, το εσωτερικό ενός μέλους ή οργάνου τού σώματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φωνενδοσκοπώ — έω, Ν ιατρ. διενεργώ εξέταση με τη χρήση φωνενδοσκοπίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + ενδοσκοπώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”