- ενδοσκοπώ
- 1. παρατηρώ, εξετάζω τον εσωτερικό κόσμο κάποιου, προσπαθώ να διεισδύσω στις σκέψεις ή στα συναισθήματα του2. ιατρ. εξετάζω με τη βοήθεια ειδικών οργάνων, τών ενδοσκοπίων, το εσωτερικό ενός μέλους ή οργάνου τού σώματος.
Dictionary of Greek. 2013.